Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

ΠΕΣΤΕ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΝΑ ΒΡΕΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΔΡΟΜΟ ΤΩΡΑ ΠΟΥ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΣΕ ΣΤΗ ΓΗ…

 … Αν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του, πέστε στον Ήλιο να βρει έναν καινούριο δρόμο

Μην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα

Στη μαργαρίτα πέστε να βρει μιαν άλλη παρθενιά μη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε…

Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπεριστέρια και μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού καθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι

Μη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς, μόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς τις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε

Τις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα

Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι

Στον ήλιο σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες και παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δένδρα

ποιου σπόρου γέννα στύλωσε τον φημισμένο κόσμο  (εισαγωγή με το Η απόσπασμα από το ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ και ΠΕΝΘΙΜΟ για το ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΒΑΝΙΑΣ)




-Α-

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος

Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός καθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας

Κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

 

Εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό

Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε μα όλος ο κόσμος του ουρανού

Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα πρωί, στα πόδια του βουνού

 

Τώρα, σαν από στεναγμό θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει

 

Τώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκκαλιάρικα πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της

Μεσ’ στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν Από λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια

 

Βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

 

Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό

Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου

 

Τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού

 

                   -Β-

Τώρα μέσ’ στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει

 

Ο άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές φυσάει μακριά τη σκόνη του

Τα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους η γη κρύβει τις πέτρες της

Ο φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας

την ώρα που μέσα απ’ τα ουράνια θάμνα το ούρλιασμα της συννεφολύκαινας

Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας

Κι ύστερα στρώνει στρώνει  χιόνι χιόνι αλύπητο

Κι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες

Κι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετήσουνε

Φωτιά ή μαχαίρι!

 

Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν κακό θ’ ανάψει εδώ.

Μην απελπίζεται ο σταυρός μόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!

 

                   -Γ-

Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή

Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης

Ο Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο

 

Κάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα

Κάθε βροντή ένας άνδρας χαμογελώντας άντικρυ στο θάνατο – κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

 

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κη ήβρε το θάρρος

Καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μεσ’ στον ήλιο

Κιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!

 

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!

Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!

Το κράνος κύλησεν απ’ την αριστερή μεριά…

 

Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχθηκαν οι ρίζες

Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά

Να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια

 

Μα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά

Μόλις σταμάτησε για λίγο μεσ’ στα δόντια ο θάνατος –

Κι ύστερα χύθηκε μεμιάς ως τα χλωμά του νύχια!

 [τα τρία πρώτα απόσπασμα από το  ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ του Οδυσσέα Ελύτη, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1981 – ΤΩΡΑ ΚΕΙΤΕΤΑΙ ΑΠΑΝΩ ΣΤΗ ΤΣΟΥΡΟΥΦΛΙΣΜΕΝΗ ΧΛΑΙΝΗ Μ’ ΕΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΜΕΝΟ ΑΓΕΡΑ ΣΤΑ ΗΣΥΧΑ ΜΑΛΛΙΑ… συνέχεια αποσπασμάτων από τη συλλογή με ΚΛΙΚ στις φωτογραφίες του ποιητή – δεξιά ως φαντάρος στο αλβανικό μέτωπο]

 

 

ΤΩΡΑ ΚΕΙΤΕΤΑΙ ΕΠΑΝΩ ΣΤΗ ΤΣΟΥΡΟΥΦΛΙΣΜΕΝΗ ΧΛΑΙΝΗ Μ’ ΕΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΜΕΝΟ ΑΓΕΡΑ ΣΤΑ ΗΣΥΧΑ ΜΑΛΛΙΑ (αποσπάσματα από το ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ 1945)

                -Δ-

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη

Μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά

Μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί

Μοιάζει μπαξές που του ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά

Μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά

Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε

Μόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα

Κι η απορία μαρμάρωσε…

 

Κείτεται απάνω στη τσουρουφλισμένη χλαίνη.

Αιώνες μαύροι γύρω του

Αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή

Κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες

Ακούν με προσοχή

Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,

Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα

Χωρίς άλλα κεριά

Κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη

Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,

Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο

Κι ανάμεσα απ’ τα φρύδια –

Μικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας

Μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο

Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!

 

Ω μην κοιτάτε ω μην κοιτάτε από πού του

Από πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς

Μην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου

Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια

Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη,

Κι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!

 

                -Ε-

Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;

Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;

Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;

Κι εσύ περβόλι των λουλουδιών

Κι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!

 

Έτσι καθώς τινάζεται μεσ’ τη βροχή το δένδρο

Και το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα

Κι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι

και τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν –

Γιατί, ρωτάει ο αητός, πού ’ναι το παλληκάρι;

Κι όλα τ’ αετόπουλα απορούν πού ’ναι το παλληκάρι!

Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;

Κι όλες οι μάνες απορούν που να ’ναι το παιδί!

Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, που να ’ναι ο αδελφός μου;

Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!

Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός

Πιάνουν το χέρι και παγώνει

Παν να δαγκώσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα

Κοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει

Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος

Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί

Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!

 

ΣΤ. ΗΤΑΝΕ ΩΡΑΙΟ ΠΑΙΔΙ (αποσπάσματα από το ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ 1945)

Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·

Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε

Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·

Βγήκαν Ρωμιοι με μπράτσα φοβερά και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…

Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι

Καβάλα οι φοραδοπούλες χοροπήδηξαν

Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί ώσπου κουδούνισαν παντού τσιγγάνες ανεμώνες

Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια

Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά

Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

 

Ήταν γερό παιδί·

Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριστα λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων,

Ήτανε τόσος ο Έρωτας στα σπλάχνα του που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης

Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μεσ’ τα μαλλιά του

Η αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο,

Να βάφει τα λουλούδια, ή πάλι με στοργή να σιγομουρμουρίζει τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…

Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του

Τι χάρτης παρηφάνειας το γυμνό του στήθος όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα…

 

Ήταν γενναίο παιδί·

Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του

Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι

(Φτάσανε τόσο εύκολα μεσ’ στο μαυλό που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)

Με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του

-Φωτιά στην άνομη φωτιά –

Με το αίμα πάνω από τα φρύδια τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε

Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής

Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο

Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας

Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας

Δεν έκλαψαν

Γιατί να κλάψουν

Ήταν γενναίο παιδί!

 

                -Ζ-

Χυμάει χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται  ο άνεμος

Τίποτε. Μεσ’ την παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά

Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας,

Απ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει….

Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε

Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού

Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια

Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού

Μήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας πλανήτες

Και κρύψουν τις αχτίδες τους

Και σταματήσουν

Εκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί…

 

Χυμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος

Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά

Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουγκράζεται

Τι να ’ναι που αφουγκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;

Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους – αχ αφήστε την –

Μισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει – αφήστε την –

Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!

Γιατί δεν είναι η μοίρα κανενός

Κι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άνδρες για να παλεύουν

Τα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι

Το αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά

Κι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!

 

                -Θ-

Φέρτε καινούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει

Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!

Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει

Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!

Καινούρια μάτια – Θε μου – τι τώρα πού θα παν

Να σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!

Αίμα καινούριο το με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν

Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο

Τι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά»!

 

Μέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα

Νύχτα, ποιος θα μαγέψει τα σπαρτά

Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μεσ’ στους κάμπους

Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο

Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο

Και να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!

Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι

Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα

Και ποιος θα κοιμηθεί

Για να περάσει απ’ τους Ευβοϊκούς του ονείρου

Να βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια,

Αίμα και λαλιά

Να ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια

Και να ριχτεί – αχ τούτη τη φορά –

Και να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!


ΖΩΗ ΝΑ ΣΕ ΧΑΡΩ (αποσπάσματα από το ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ 1945)

                -Ι-

Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι

Πάνω στα στήθη του όμοσαν «Ζωή να σε χαρώ»

Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε

Μόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο

Κι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός

Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη

Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε

Μα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»

 

Γεια σου μωρέ ποτάμι οπου ’βλεπες χαράματα

Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς

Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·

Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες

Κάθε που ’θελε πάρει Ανδρούτσος τα όνειρά του·

Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ως τα πόδια του

Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του

Που ήσουνα το πουλί, η Παναγιά του, η Πούλια του

Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει

Αγάπη ανθρώπου ανάβοντας

Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερέωματα

Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ

Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση

Με λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών

 

Κι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει –

Κι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας

 

                -ΙΑ-

Κείνοι που επράξαν το κακό – γιατί τους είχε πάρει

Τα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρεκλίζοντας

Γιατί τους είχε πάρει

Τη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύννεφο

Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο

Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια

Εκεί που γδυν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια

Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και το φεγγάρι αλέτρι

Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα

Μυρίζονται τη σάρκα  κι όπου η τρικυμία βαστά

Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!

 

Κείνοι που επράξαν το κακό – τους πήρε μαύρο σύγνεφο

Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και κρύα νερά

Μ’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο

Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο

Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα

Με πικραμένα μάτια·

Τους πήρε μαύρο σύγνεφο – δεν είχαν πίσω τους αυτοί

Θειό μπουρλοτιέρη , πατέρα γεμιτζή

Μάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της

Η μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό

Χορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!

 

Κείνοι που επράξαν το κακό – τους πήρε μαύρο σύγνεφο

Μα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού

Ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!

[αποσπάσματα από το ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ και ΠΕΝΘΙΜΟ για το ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ της ΑΛΒΑΝΙΑΣ 1945]

 

ΜΕ ΒΗΜΑ ΠΡΩΙΝΟ ΣΤΗ ΧΛΟΗ ΠΟΥ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΙ ΟΛΟΛΑΜΠΡΟΣ (αποσπάσματα από το ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ 1945)

                -ΙΒ-

Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε

Και του μιλούν με μια ψιλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα

Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δένδρα ερωτεμένα

Με τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους

Με τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου

Θαύμα – τι θαύμα χαμηλά στη γη

Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους

Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές

Και πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα βουνών της άνοιξης!

 

Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος

Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του

Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός

Και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων…

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα

Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα

Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σαν να μιλούνε

Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος

Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του

 

μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο

Αύριο, αύριο λένε: το Πάσχα τ’ ουρανού!

 

                -ΙΓ-

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο

 

Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή

Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·

Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια

Ενώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·

Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη

Τότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας

Και πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!

 

Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει

Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής

Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας

Και κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια

Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική

Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους

Για τις γυναίκες που απέλπιζαν την απελπισιά

Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου

 

Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι

Λένε για το ζεστό κι αχάιδευτο κεφάλι του

Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή

Τόσο βαθιά που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!

[αποσπάσματα από το ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ και ΠΕΝΘΙΜΟ για το ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ της ΑΛΒΑΝΙΑΣ 1945]

 

ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Η ΠΙΟ ΣΩΣΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (αποσπάσματα από το ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ 1945)

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μέσα στο αίμα.   Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!..  Έλληνες μες τα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.    Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος.   Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά   Καράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες    Τα πιο αθώα κορίτσια τρέχουν γυμνά στα μάτια των ανδρών    Κι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη   Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη…   Του κοσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!..  Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει ολοένα εκείνος ανεβαίνει·   Τώρα, λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά χαμένοι μεσ’ στης αμαρτίας τη μοναξιά·   Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·   Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδελφάκια του    Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του…  «Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος»   «Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει»!   Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του.    Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο!.. Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού (ΙΔ απόσπασμα από το ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ και ΠΑΝΘΙΜΟ για το ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ, Οδυσσέας Ελύτης 1945)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Α ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΧΑΪΔΕΥΕΙΣ ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΕ ΧΑΪΔΕΥΕΙ…

  (…και να κρατάς τον αέρα του, για να τον διαθέσεις στο μέλλον…) … σαν μέλλον ο κρυφός ο κήπος με τα οπωροφόρα, το φιλί που αγριεύεται κ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ